αυτοαλλεργία

αυτοαλλεργία
η
η αυτοανοσοποίηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αυτοαλλεργικός — ή, ό ο σχετικός με την αυτοαλλεργία …   Dictionary of Greek

  • αυτοαντισώματα — Τα αντισώματα που παράγει ένας οργανισμός εναντίον των ίδιων του συστατικών. Φυσιολογικά ο οργανισμός δεν παράγει αντισώματα εναντίον των δικών του λευκωμάτων γιατί τα αναγνωρίζει. Η αυτοαναγνώριση είναι βασικό χαρακτηριστικό του ανοσολογικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”